- προεσπερίδα
- η, Νσυγκέντρωση και διασκέδαση νωρίς το βράδι, πριν από το δείπνο.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + εσπερίδα. Η λ., στον λόγιο τ. προεσπερίς, μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη … Dictionary of Greek